Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπόμνῡμι
συνερανίζομαι
συνεραστής
συνεράω
συνεργάζομαι
συνεργάτης
συνεργέω
συνέργημα
συνεργίᾱ
συνεργός
συνέργω
συνέρδω
συνερείδω
συνέρῑθος
σύνερξις
συνέρρηξα
συνερτικός
συνέρχομαι
συνερῶ
σύνες
συνεσθίω
View word page
συνέργω
συνέργωvbseeσυνείργω

ShortDef

to shut up

Debugging

Headword:
συνέργω
Headword (normalized):
συνέργω
Headword (normalized/stripped):
συνεργω
IDX:
38481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38482
Key:
συνέργω

Data

{'headword_display': '<b>συνέργω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>συνέργω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>συνείργω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'συνέργω'}