Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπιψηφίζω
συνέπομαι
συνεπόμνῡμι
συνερανίζομαι
συνεραστής
συνεράω
συνεργάζομαι
συνεργάτης
συνεργέω
συνέργημα
συνεργίᾱ
συνεργός
συνέργω
συνέρδω
συνερείδω
συνέρῑθος
σύνερξις
συνέρρηξα
συνερτικός
συνέρχομαι
συνερῶ
View word page
συνεργίᾱ
συνεργίᾱᾱςf working togethercooperationassistancePlb. collusion, conspiracyD. Din.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεργίᾱ
Headword (normalized):
συνεργίᾱ
Headword (normalized/stripped):
συνεργια
IDX:
38479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38480
Key:
συνεργίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>συνεργίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συνεργίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>working together</Def><Tr>cooperation<or/>assistance</Tr><Au>Plb.</Au></nS1> <nS1><Tr>collusion, conspiracy</Tr><Au>D. Din.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνεργίᾱ'}