Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμβλῡ́νω
ἀμβλύς
ἀμβλύτης
ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπίᾱ
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωπός
ἄμβλωσις
ἀμβόᾱμα
ἀμβοάω
ἀμβολᾱ́
ἀμβολάδην
ἀμβολαδίς
ἀμβολάς
ἀμβολή
ἀμβολιεργός
ἀμβολίη
ἀμβόλιμος
ἀμβροσίᾱ
ἀμβροσίοδμος
ἀμβρόσιος
View word page
ἀμβολᾱ́
ἀμβολᾱ́dial.fseeἀναβολή

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμβολᾱ́
Headword (normalized):
ἀμβολᾱ́
Headword (normalized/stripped):
αμβολα
IDX:
3847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3848
Key:
ἀμβολᾱ́

Data

{'headword_display': '<b>ἀμβολᾱ́</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀμβολᾱ́</HL><PS>dial.f</PS></HG><XR>see<Ref>ἀναβολή</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀμβολᾱ́'}