Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπιτῑμάω
συνεπιτρῑ́βω
συνεπίτροπος
συνεπιφέρω
συνεπιφθέγγομαι
συνεπιχειρέω
συνεπιψεύδομαι
συνεπιψηφίζω
συνέπομαι
συνεπόμνῡμι
συνερανίζομαι
συνεραστής
συνεράω
συνεργάζομαι
συνεργάτης
συνεργέω
συνέργημα
συνεργίᾱ
συνεργός
συνέργω
συνέρδω
View word page
συν-ερανίζομαι
συν-ερανίζομαιmid.vb collect contributions for oneselffr. friendsPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνερανίζομαι
Headword (normalized):
συνερανίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συνερανιζομαι
IDX:
38472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38473
Key:
συνερανίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-ερανίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ερανίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>collect contributions for oneself<Expl>fr. friends</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνερανίζομαι'}