Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτίθημι
συνεπιτῑμάω
συνεπιτρῑ́βω
συνεπίτροπος
συνεπιφέρω
συνεπιφθέγγομαι
συνεπιχειρέω
συνεπιψεύδομαι
συνεπιψηφίζω
συνέπομαι
συνεπόμνῡμι
συνερανίζομαι
συνεραστής
συνεράω
συνεργάζομαι
συνεργάτης
συνεργέω
συνέργημα
συνεργίᾱ
View word page
συν-επιψηφίζω
συν-επιψηφίζωvb vote in supportPlb.w.acc.of a resolutionArist.

ShortDef

to join in ratifying

Debugging

Headword:
συνεπιψηφίζω
Headword (normalized):
συνεπιψηφίζω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιψηφιζω
IDX:
38469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38470
Key:
συνεπιψηφίζω

Data

{'headword_display': '<b>συν-επιψηφίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-επιψηφίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>vote in support</Tr><Au>Plb.</Au><Obj><GLbl>w.acc.</GLbl>of a resolution<Au>Arist.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεπιψηφίζω'}