Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπιταχῡ́νω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτίθημι
συνεπιτῑμάω
συνεπιτρῑ́βω
συνεπίτροπος
συνεπιφέρω
συνεπιφθέγγομαι
συνεπιχειρέω
συνεπιψεύδομαι
συνεπιψηφίζω
συνέπομαι
συνεπόμνῡμι
συνερανίζομαι
συνεραστής
συνεράω
συνεργάζομαι
συνεργάτης
συνεργέω
συνέργημα
View word page
συν-επιψεύδομαι
συν-επιψεύδομαιmid.vb of material evidencesupportw.dat.someonein a lieCall.

ShortDef

to join in lying

Debugging

Headword:
συνεπιψεύδομαι
Headword (normalized):
συνεπιψεύδομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπιψευδομαι
IDX:
38468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38469
Key:
συνεπιψεύδομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-επιψεύδομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-επιψεύδομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of material evidence</Indic><Tr>support<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>in a lie</Tr><Au>Call.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεπιψεύδομαι'}