Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπισχῡ́ω
συνεπιταχῡ́νω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτίθημι
συνεπιτῑμάω
συνεπιτρῑ́βω
συνεπίτροπος
συνεπιφέρω
συνεπιφθέγγομαι
συνεπιχειρέω
συνεπιψεύδομαι
συνεπιψηφίζω
συνέπομαι
συνεπόμνῡμι
συνερανίζομαι
συνεραστής
συνεράω
συνεργάζομαι
συνεργάτης
συνεργέω
View word page
συν-επιχειρέω
συν-επιχειρέωcontr.vb make a concerted attackw.dat.on enemiesw.advs.simultaneously, fr. all sidesPlb.

ShortDef

to attack together

Debugging

Headword:
συνεπιχειρέω
Headword (normalized):
συνεπιχειρέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιχειρεω
IDX:
38467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38468
Key:
συνεπιχειρέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-επιχειρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-επιχειρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>make a concerted attack</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>on enemies<Expl><GLbl>w.advs.</GLbl>simultaneously, fr. all sides</Expl><Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεπιχειρέω'}