Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπίσταμαι
συνεπιστατέω
συνεπιστένω
συνεπιστρατεύω
συνεπιστρέφω
συνεπισχῡ́ω
συνεπιταχῡ́νω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτίθημι
συνεπιτῑμάω
συνεπιτρῑ́βω
συνεπίτροπος
συνεπιφέρω
συνεπιφθέγγομαι
συνεπιχειρέω
συνεπιψεύδομαι
συνεπιψηφίζω
συνέπομαι
συνεπόμνῡμι
συνερανίζομαι
View word page
συν-επιτῑμάω
συν-επιτῑμάωcontr.vb join in censuringsomeonePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεπιτῑμάω
Headword (normalized):
συνεπιτῑμάω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιτιμαω
IDX:
38462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38463
Key:
συνεπιτῑμάω

Data

{'headword_display': '<b>συν-επιτῑμάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-επιτῑμάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>join in censuring<Expl>someone</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεπιτῑμάω'}