Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμβληχάομαι
ἀμβλίσκω
ἀμβλῡ́νω
ἀμβλύς
ἀμβλύτης
ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπίᾱ
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωπός
ἄμβλωσις
ἀμβόᾱμα
ἀμβοάω
ἀμβολᾱ́
ἀμβολάδην
ἀμβολαδίς
ἀμβολάς
ἀμβολή
ἀμβολιεργός
ἀμβολίη
ἀμβόλιμος
ἀμβροσίᾱ
View word page
ἀμβόᾱμα
ἀμβόᾱμαατοςdial.nἀναβοάω shout, cryA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμβόᾱμα
Headword (normalized):
ἀμβόᾱμα
Headword (normalized/stripped):
αμβοαμα
IDX:
3845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3846
Key:
ἀμβόᾱμα

Data

{'headword_display': '<b>ἀμβόᾱμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀμβόᾱμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>dial.n</PS><Ety><Ref>ἀναβοάω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>shout, cry</Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀμβόᾱμα'}