Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπισπάω
συνεπίσπεο
συνεπισπεύδω
συνεπισπόμενος
συνεπίσταμαι
συνεπιστατέω
συνεπιστένω
συνεπιστρατεύω
συνεπιστρέφω
συνεπισχῡ́ω
συνεπιταχῡ́νω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτίθημι
συνεπιτῑμάω
συνεπιτρῑ́βω
συνεπίτροπος
συνεπιφέρω
συνεπιφθέγγομαι
συνεπιχειρέω
συνεπιψεύδομαι
View word page
συν-επιταχῡ́νω
συν-επιταχῡ́νωvb join in spurring onsomeoneto achieve a goalPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεπιταχῡ́νω
Headword (normalized):
συνεπιταχῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιταχυνω
IDX:
38458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38459
Key:
συνεπιταχῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>συν-επιταχῡ́νω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-επιταχῡ́νω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>join in spurring on</Tr><Obj>someone<Expl>to achieve a goal</Expl><Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεπιταχῡ́νω'}