Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπισκέπτομαι
συνεπισπάω
συνεπίσπεο
συνεπισπεύδω
συνεπισπόμενος
συνεπίσταμαι
συνεπιστατέω
συνεπιστένω
συνεπιστρατεύω
συνεπιστρέφω
συνεπισχῡ́ω
συνεπιταχῡ́νω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτίθημι
συνεπιτῑμάω
συνεπιτρῑ́βω
συνεπίτροπος
συνεπιφέρω
συνεπιφθέγγομαι
συνεπιχειρέω
View word page
συν-επισχῡ́ω
συν-επισχῡ́ωvb of personslend strong supportto someoneX. Plb.w.dat.to someone or sthg.Plb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεπισχῡ́ω
Headword (normalized):
συνεπισχῡ́ω
Headword (normalized/stripped):
συνεπισχυω
IDX:
38457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38458
Key:
συνεπισχῡ́ω

Data

{'headword_display': '<b>συν-επισχῡ́ω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-επισχῡ́ω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of persons</Indic><Tr>lend strong support<Expl>to someone</Expl></Tr><Au>X. Plb.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone or sthg.<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεπισχῡ́ω'}