Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπιρρώνῡμι
συνεπισημαίνομαι
συνεπισκέπτομαι
συνεπισπάω
συνεπίσπεο
συνεπισπεύδω
συνεπισπόμενος
συνεπίσταμαι
συνεπιστατέω
συνεπιστένω
συνεπιστρατεύω
συνεπιστρέφω
συνεπισχῡ́ω
συνεπιταχῡ́νω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτίθημι
συνεπιτῑμάω
συνεπιτρῑ́βω
συνεπίτροπος
συνεπιφέρω
View word page
συν-επιστρατεύω
συν-επιστρατεύωξυν-vb join in making warusu. w.dat.on someoneTh. Aeschin. D.

ShortDef

to join in making war

Debugging

Headword:
συνεπιστρατεύω
Headword (normalized):
συνεπιστρατεύω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιστρατευω
IDX:
38455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38456
Key:
συνεπιστρατεύω

Data

{'headword_display': '<b>συν-επιστρατεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-επιστρατεύω<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>join in making war<Expl>usu. <GLbl>w.dat.</GLbl>on someone</Expl></Tr><Au>Th. Aeschin. D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεπιστρατεύω'}