Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπιρρέπω
συνεπιρρώνῡμι
συνεπισημαίνομαι
συνεπισκέπτομαι
συνεπισπάω
συνεπίσπεο
συνεπισπεύδω
συνεπισπόμενος
συνεπίσταμαι
συνεπιστατέω
συνεπιστένω
συνεπιστρατεύω
συνεπιστρέφω
συνεπισχῡ́ω
συνεπιταχῡ́νω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτίθημι
συνεπιτῑμάω
συνεπιτρῑ́βω
συνεπίτροπος
View word page
συν-επιστένω
συν-επιστένωvb join in lamentingw.dat.w. someoneover his sufferingsPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεπιστένω
Headword (normalized):
συνεπιστένω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιστενω
IDX:
38454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38455
Key:
συνεπιστένω

Data

{'headword_display': '<b>συν-επιστένω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-επιστένω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>join in lamenting</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Expl>over his sufferings</Expl><Au>Plu.</Au> </Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεπιστένω'}