Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπιπλέω
συνεπιρρέπω
συνεπιρρώνῡμι
συνεπισημαίνομαι
συνεπισκέπτομαι
συνεπισπάω
συνεπίσπεο
συνεπισπεύδω
συνεπισπόμενος
συνεπίσταμαι
συνεπιστατέω
συνεπιστένω
συνεπιστρατεύω
συνεπιστρέφω
συνεπισχῡ́ω
συνεπιταχῡ́νω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτίθημι
συνεπιτῑμάω
συνεπιτρῑ́βω
View word page
συν-επιστατέω
συν-επιστατέωcontr.vb of the statehelp to supervisea course of studyPl.

ShortDef

to act as a common patron

Debugging

Headword:
συνεπιστατέω
Headword (normalized):
συνεπιστατέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιστατεω
IDX:
38453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38454
Key:
συνεπιστατέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-επιστατέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-επιστατέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of the state</Indic><Tr>help to supervise<Expl>a course of study</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεπιστατέω'}