Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπιμελητής
συνεπινοέω
συνεπιπλέω
συνεπιρρέπω
συνεπιρρώνῡμι
συνεπισημαίνομαι
συνεπισκέπτομαι
συνεπισπάω
συνεπίσπεο
συνεπισπεύδω
συνεπισπόμενος
συνεπίσταμαι
συνεπιστατέω
συνεπιστένω
συνεπιστρατεύω
συνεπιστρέφω
συνεπισχῡ́ω
συνεπιταχῡ́νω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτίθημι
View word page
συνεπισπόμενος
συνεπισπόμενοςaor.2 mid.ptcpl.seeσυνεφέπομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεπισπόμενος
Headword (normalized):
συνεπισπόμενος
Headword (normalized/stripped):
συνεπισπομενος
IDX:
38451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38452
Key:
συνεπισπόμενος

Data

{'headword_display': '<b>συνεπισπόμενος</b>', 'content': '<XE><RefFm>συνεπισπόμενος<LblR>aor.2 mid.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>συνεφέπομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'συνεπισπόμενος'}