Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμβλήδην
ἀμβληχάομαι
ἀμβλίσκω
ἀμβλῡ́νω
ἀμβλύς
ἀμβλύτης
ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπίᾱ
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωπός
ἄμβλωσις
ἀμβόᾱμα
ἀμβοάω
ἀμβολᾱ́
ἀμβολάδην
ἀμβολαδίς
ἀμβολάς
ἀμβολή
ἀμβολιεργός
ἀμβολίη
ἀμβόλιμος
View word page
ἄμβλωσις
ἄμβλωσιςεωςfreltd.ἀμβλίσκω act of abortionArist.

ShortDef

abortion

Debugging

Headword:
ἄμβλωσις
Headword (normalized):
ἄμβλωσις
Headword (normalized/stripped):
αμβλωσις
IDX:
3844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3845
Key:
ἄμβλωσις

Data

{'headword_display': '<b>ἄμβλωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἄμβλωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety>reltd.<Ref>ἀμβλίσκω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>act of abortion</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἄμβλωσις'}