Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπικρῑ́νω
συνεπικρύπτω
συνεπικῡρόω
συνεπιλαμβάνω
συνεπιμαρτυρέω
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
συνεπινοέω
συνεπιπλέω
συνεπιρρέπω
συνεπιρρώνῡμι
συνεπισημαίνομαι
συνεπισκέπτομαι
συνεπισπάω
συνεπίσπεο
συνεπισπεύδω
συνεπισπόμενος
συνεπίσταμαι
συνεπιστατέω
συνεπιστένω
συνεπιστρατεύω
View word page
συν-επιρρώνῡμι
συν-επιρρώνῡμιvb lend one's strength toanother's sword-thrustPlu.intr., of cavalrylend strengthto an attackPlu. of a godgive strength totroopsPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεπιρρώνῡμι
Headword (normalized):
συνεπιρρώνῡμι
Headword (normalized/stripped):
συνεπιρρωνυμι
IDX:
38445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38446
Key:
συνεπιρρώνῡμι

Data

{'headword_display': '<b>συν-επιρρώνῡμι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συν-επιρρώνῡμι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>lend one's strength to</Tr><Cmpl>another's sword-thrust<Au>Plu.</Au></Cmpl><vS2><Indic>intr., of cavalry</Indic><Tr>lend strength<Expl>to an attack</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></vS2> </vS1> <vS1><Indic>of a god</Indic><Tr>give strength to</Tr><Obj>troops<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'συνεπιρρώνῡμι'}