Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπικοσμέω
συνεπικουρέω
συνεπικουφίζω
συνεπικραδαίνω
συνεπικρῑ́νω
συνεπικρύπτω
συνεπικῡρόω
συνεπιλαμβάνω
συνεπιμαρτυρέω
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
συνεπινοέω
συνεπιπλέω
συνεπιρρέπω
συνεπιρρώνῡμι
συνεπισημαίνομαι
συνεπισκέπτομαι
συνεπισπάω
συνεπίσπεο
συνεπισπεύδω
συνεπισπόμενος
View word page
συνεπιμελητής
συνεπιμελητήςοῦm one who shares responsibilityfor supervising sthg.fellow supervisorX.

ShortDef

a coadjutor

Debugging

Headword:
συνεπιμελητής
Headword (normalized):
συνεπιμελητής
Headword (normalized/stripped):
συνεπιμελητης
IDX:
38441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38442
Key:
συνεπιμελητής

Data

{'headword_display': '<b>συνεπιμελητής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συνεπιμελητής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who shares responsibility<Expl>for supervising sthg.</Expl></Def><Tr>fellow supervisor</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνεπιμελητής'}