Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπιγίγνομαι
συνεπιγραφεύς
συνεπιδείκνῡμι
συνεπιδίδωμι
συνεπιθειάζω
συνεπιθῡμέω
συνεπιθῡμητής
συνεπίκειμαι
συνεπικλάω
συνεπικοσμέω
συνεπικουρέω
συνεπικουφίζω
συνεπικραδαίνω
συνεπικρῑ́νω
συνεπικρύπτω
συνεπικῡρόω
συνεπιλαμβάνω
συνεπιμαρτυρέω
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
συνεπινοέω
View word page
συν-επικουρέω
συν-επικουρέωcontr.vb of personscome to the rescueof someoneX. help to relievew.dat.someone's difficultiesX.

ShortDef

to join as an ally, help to relieve

Debugging

Headword:
συνεπικουρέω
Headword (normalized):
συνεπικουρέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπικουρεω
IDX:
38432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38433
Key:
συνεπικουρέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-επικουρέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συν-επικουρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of persons</Indic><Tr>come to the rescue<Expl>of someone</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> <vS1><Tr>help to relieve</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>someone's difficulties<Au>X.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'συνεπικουρέω'}