Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπιβουλεύω
συνεπιγίγνομαι
συνεπιγραφεύς
συνεπιδείκνῡμι
συνεπιδίδωμι
συνεπιθειάζω
συνεπιθῡμέω
συνεπιθῡμητής
συνεπίκειμαι
συνεπικλάω
συνεπικοσμέω
συνεπικουρέω
συνεπικουφίζω
συνεπικραδαίνω
συνεπικρῑ́νω
συνεπικρύπτω
συνεπικῡρόω
συνεπιλαμβάνω
συνεπιμαρτυρέω
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
View word page
συν-επικοσμέω
συν-επικοσμέωcontr.vb of honour, successhelp to adornembellisha man, his lifeX. Arist.

ShortDef

to help to adorn

Debugging

Headword:
συνεπικοσμέω
Headword (normalized):
συνεπικοσμέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπικοσμεω
IDX:
38431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38432
Key:
συνεπικοσμέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-επικοσμέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-επικοσμέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of honour, success</Indic><Tr>help to adorn<or/>embellish<Expl>a man, his life</Expl></Tr><Au>X. Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεπικοσμέω'}