Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπιβοηθέω
συνεπιβουλεύω
συνεπιγίγνομαι
συνεπιγραφεύς
συνεπιδείκνῡμι
συνεπιδίδωμι
συνεπιθειάζω
συνεπιθῡμέω
συνεπιθῡμητής
συνεπίκειμαι
συνεπικλάω
συνεπικοσμέω
συνεπικουρέω
συνεπικουφίζω
συνεπικραδαίνω
συνεπικρῑ́νω
συνεπικρύπτω
συνεπικῡρόω
συνεπιλαμβάνω
συνεπιμαρτυρέω
συνεπιμελέομαι
View word page
συν-επικλάω
συν-επικλάωcontr.vb help to break downfig., of physical sensationshelp to weakenfrustrateserious thoughtPlu.

ShortDef

to break down at once

Debugging

Headword:
συνεπικλάω
Headword (normalized):
συνεπικλάω
Headword (normalized/stripped):
συνεπικλαω
IDX:
38430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38431
Key:
συνεπικλάω

Data

{'headword_display': '<b>συν-επικλάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-επικλάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>help to break down</Def><vS2><Indic>fig., of physical sensations</Indic><Tr>help to weaken<or/>frustrate</Tr><Obj>serious thought<Au>Plu.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεπικλάω'}