Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπελαφρῡ́νω
συνεπεμβαίνω
συνεπερείδω
συνεπευθῡ́νω
συνεπεύχομαι
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβοηθέω
συνεπιβουλεύω
συνεπιγίγνομαι
συνεπιγραφεύς
συνεπιδείκνῡμι
συνεπιδίδωμι
συνεπιθειάζω
συνεπιθῡμέω
συνεπιθῡμητής
συνεπίκειμαι
συνεπικλάω
συνεπικοσμέω
View word page
συν-επιβουλεύω
συν-επιβουλεύωvb join in a plotX.w.dbl.dat.w. someone, against sthg.Is.

ShortDef

to join in plotting against

Debugging

Headword:
συνεπιβουλεύω
Headword (normalized):
συνεπιβουλεύω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιβουλευω
IDX:
38421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38422
Key:
συνεπιβουλεύω

Data

{'headword_display': '<b>συν-επιβουλεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-επιβουλεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>join in a plot</Tr><Au>X.</Au><Cmpl><GLbl>w.dbl.dat.</GLbl>w. someone, against sthg.<Au>Is.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεπιβουλεύω'}