Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπεισπίπτω
συνεπελαφρῡ́νω
συνεπεμβαίνω
συνεπερείδω
συνεπευθῡ́νω
συνεπεύχομαι
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβοηθέω
συνεπιβουλεύω
συνεπιγίγνομαι
συνεπιγραφεύς
συνεπιδείκνῡμι
συνεπιδίδωμι
συνεπιθειάζω
συνεπιθῡμέω
συνεπιθῡμητής
συνεπίκειμαι
συνεπικλάω
View word page
συν-επιβοηθέω
συν-επιβοηθέωcontr.vb come to offer help againstsomeonePlb.

ShortDef

come to aid together

Debugging

Headword:
συνεπιβοηθέω
Headword (normalized):
συνεπιβοηθέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιβοηθεω
IDX:
38420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38421
Key:
συνεπιβοηθέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-επιβοηθέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-επιβοηθέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>come to offer help against<Expl>someone</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεπιβοηθέω'}