Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπείσειμι
συνεπεισπίπτω
συνεπελαφρῡ́νω
συνεπεμβαίνω
συνεπερείδω
συνεπευθῡ́νω
συνεπεύχομαι
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβοηθέω
συνεπιβουλεύω
συνεπιγίγνομαι
συνεπιγραφεύς
συνεπιδείκνῡμι
συνεπιδίδωμι
συνεπιθειάζω
συνεπιθῡμέω
συνεπιθῡμητής
συνεπίκειμαι
View word page
συν-επιβλάπτομαι
συν-επιβλάπτομαιpass.vb of a constitutionshare in further damageArist.

ShortDef

to be damaged together with

Debugging

Headword:
συνεπιβλάπτομαι
Headword (normalized):
συνεπιβλάπτομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπιβλαπτομαι
IDX:
38419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38420
Key:
συνεπιβλάπτομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-επιβλάπτομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-επιβλάπτομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a constitution</Indic><Tr>share in further damage</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεπιβλάπτομαι'}