Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνέπειμι
συνεπείσειμι
συνεπεισπίπτω
συνεπελαφρῡ́νω
συνεπεμβαίνω
συνεπερείδω
συνεπευθῡ́νω
συνεπεύχομαι
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβοηθέω
συνεπιβουλεύω
συνεπιγίγνομαι
συνεπιγραφεύς
συνεπιδείκνῡμι
συνεπιδίδωμι
συνεπιθειάζω
συνεπιθῡμέω
συνεπιθῡμητής
View word page
συν-επιβάλλω
συν-επιβάλλωvb of a persondirect one's attention togetherconnect mentallyw. sthg.Plb. of eventsfall out together withoccur withinw.dat.periods of timePlb.

ShortDef

to apply one's mind also, to consider

Debugging

Headword:
συνεπιβάλλω
Headword (normalized):
συνεπιβάλλω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιβαλλω
IDX:
38418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38419
Key:
συνεπιβάλλω

Data

{'headword_display': '<b>συν-επιβάλλω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συν-επιβάλλω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Def>direct one's attention together</Def><Tr>connect mentally<Expl>w. sthg.</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of events</Indic><Def>fall out together with</Def><Tr>occur within</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>periods of time<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'συνεπιβάλλω'}