Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπακολουθέω
συνεπαμῡ́νω
συνεπανίστημι
συνεπανορθόω
συνέπᾱξα
συνεπάπτομαι
συνέπειμι
συνεπείσειμι
συνεπεισπίπτω
συνεπελαφρῡ́νω
συνεπεμβαίνω
συνεπερείδω
συνεπευθῡ́νω
συνεπεύχομαι
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβοηθέω
συνεπιβουλεύω
συνεπιγίγνομαι
View word page
συν-επεμβαίνω
συν-επεμβαίνωvb fig., of peoplepounce together uponw.dat.opportunities to harm othersPlb. of a persontrample upon, exult overw.dat.people's misfortunesPlb.

ShortDef

mount upon together

Debugging

Headword:
συνεπεμβαίνω
Headword (normalized):
συνεπεμβαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνεπεμβαινω
IDX:
38412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38413
Key:
συνεπεμβαίνω

Data

{'headword_display': '<b>συν-επεμβαίνω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συν-επεμβαίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>fig., of people</Indic><Tr>pounce together upon</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>opportunities to harm others<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>trample upon, exult over</Tr><Obj><GLbl>w.dat.</GLbl>people's misfortunes<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'συνεπεμβαίνω'}