Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπαμῡ́νω
συνεπανίστημι
συνεπανορθόω
συνέπᾱξα
συνεπάπτομαι
συνέπειμι
συνεπείσειμι
συνεπεισπίπτω
συνεπελαφρῡ́νω
συνεπεμβαίνω
συνεπερείδω
συνεπευθῡ́νω
συνεπεύχομαι
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβοηθέω
συνεπιβουλεύω
View word page
συν-επελαφρῡ́νω
συν-επελαφρῡ́νωvbἐλαφρός help to lightena burdengive helpw.dat.to someonein bearinga warHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεπελαφρῡ́νω
Headword (normalized):
συνεπελαφρῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
συνεπελαφρυνω
IDX:
38411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38412
Key:
συνεπελαφρῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>συν-επελαφρῡ́νω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-επελαφρῡ́νω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>ἐλαφρός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>help to lighten<Expl>a burden</Expl></Def><vS2><Tr>give help<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone</Prnth>in bearing</Tr><Obj>a war<Au>Hdt.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεπελαφρῡ́νω'}