Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπαμῡ́νω
συνεπανίστημι
συνεπανορθόω
συνέπᾱξα
συνεπάπτομαι
συνέπειμι
συνεπείσειμι
συνεπεισπίπτω
συνεπελαφρῡ́νω
συνεπεμβαίνω
συνεπερείδω
συνεπευθῡ́νω
συνεπεύχομαι
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβοηθέω
View word page
συν-επεισπίπτω
συν-επεισπίπτωvb burst inw. εἰς + acc.to a citytogether w.prep.phr.w. troops in flightPlu.

ShortDef

to rush in upon together

Debugging

Headword:
συνεπεισπίπτω
Headword (normalized):
συνεπεισπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συνεπεισπιπτω
IDX:
38410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38411
Key:
συνεπεισπίπτω

Data

{'headword_display': '<b>συν-επεισπίπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-επεισπίπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>burst in<Prnth><GLbl>w. <Ref>εἰς</Ref> + acc.</GLbl>to a city</Prnth>together</Tr> <Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>w. troops in flight<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεπεισπίπτω'}