Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπαμῡ́νω
συνεπανίστημι
συνεπανορθόω
συνέπᾱξα
συνεπάπτομαι
συνέπειμι
συνεπείσειμι
συνεπεισπίπτω
συνεπελαφρῡ́νω
συνεπεμβαίνω
συνεπερείδω
συνεπευθῡ́νω
συνεπεύχομαι
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
View word page
συνεπάπτομαι
συνεπάπτομαιIon.mid.vbseeσυνεφάπτομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεπάπτομαι
Headword (normalized):
συνεπάπτομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπαπτομαι
IDX:
38407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38408
Key:
συνεπάπτομαι

Data

{'headword_display': '<b>συνεπάπτομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>συνεπάπτομαι</HL><PS>Ion.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>συνεφάπτομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'συνεπάπτομαι'}