Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπαείδω
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπαμῡ́νω
συνεπανίστημι
συνεπανορθόω
συνέπᾱξα
συνεπάπτομαι
συνέπειμι
συνεπείσειμι
συνεπεισπίπτω
συνεπελαφρῡ́νω
συνεπεμβαίνω
συνεπερείδω
View word page
συν-επαμῡ́νω
συν-επαμῡ́νωξυν-vb of assailantsjoin in with helpagainst someoneTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεπαμῡ́νω
Headword (normalized):
συνεπαμῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
συνεπαμυνω
IDX:
38403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38404
Key:
συνεπαμῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>συν-επαμῡ́νω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-επαμῡ́νω<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of assailants</Indic><Tr>join in with help<Expl>against someone</Expl></Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεπαμῡ́νω'}