Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεορταστής
συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπαείδω
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπαμῡ́νω
συνεπανίστημι
συνεπανορθόω
συνέπᾱξα
συνεπάπτομαι
συνέπειμι
συνεπείσειμι
συνεπεισπίπτω
συνεπελαφρῡ́νω
συνεπεμβαίνω
View word page
συν-επακολουθέω
συν-επακολουθέωcontr.vb of persons or thingsbe in close attendanceon someone, the soulPl. Plu.

ShortDef

to follow closely

Debugging

Headword:
συνεπακολουθέω
Headword (normalized):
συνεπακολουθέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπακολουθεω
IDX:
38402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38403
Key:
συνεπακολουθέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-επακολουθέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-επακολουθέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of persons or things</Indic><Tr>be in close attendance<Expl>on someone, the soul</Expl></Tr><Au>Pl. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεπακολουθέω'}