Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεξορμάω
συνεορταστής
συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπαείδω
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπαμῡ́νω
συνεπανίστημι
συνεπανορθόω
συνέπᾱξα
συνεπάπτομαι
συνέπειμι
συνεπείσειμι
συνεπεισπίπτω
συνεπελαφρῡ́νω
View word page
συν-επαιωρέομαι
συν-επαιωρέομαιpass.contr.vb of an eagle, as a favourable omensoar in supportPlu.

ShortDef

to continue soaring over

Debugging

Headword:
συνεπαιωρέομαι
Headword (normalized):
συνεπαιωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπαιωρεομαι
IDX:
38401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38402
Key:
συνεπαιωρέομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-επαιωρέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-επαιωρέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of an eagle, as a favourable omen</Indic><Tr>soar in support</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεπαιωρέομαι'}