Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεξομοιόομαι
συνεξορμάω
συνεορταστής
συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπαείδω
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπαμῡ́νω
συνεπανίστημι
συνεπανορθόω
συνέπᾱξα
συνεπάπτομαι
συνέπειμι
συνεπείσειμι
συνεπεισπίπτω
View word page
συν-επαιτιάομαι
συν-επαιτιάομαιξυν-mid.contr.vb accusew.acc.someoneas wellas anotherw.gen.of a crimeTh. Plu. joinsomeonein making an accusationPlu.

ShortDef

to accuse also of

Debugging

Headword:
συνεπαιτιάομαι
Headword (normalized):
συνεπαιτιάομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπαιτιαομαι
IDX:
38400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38401
Key:
συνεπαιτιάομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-επαιτιάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-επαιτιάομαι<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>accuse<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>someone</Prnth>as well<Expl>as another</Expl></Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a crime<Au>Th. Plu.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Tr>join<Prnth>someone</Prnth>in making an accusation</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεπαιτιάομαι'}