Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεξερευνάω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
συνεξευρίσκω
συνεξημερόομαι
συνεξίσταμαι
συνεξιχνεύω
συνεξομοιόομαι
συνεξορμάω
συνεορταστής
συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπαείδω
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπαμῡ́νω
View word page
συνεοχμός
συνεοχμόςοῦmreltd.συνέχω juncture, jointw.gen.of head and neckIl.

ShortDef

a joining, joint

Debugging

Headword:
συνεοχμός
Headword (normalized):
συνεοχμός
Headword (normalized/stripped):
συνεοχμος
IDX:
38393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38394
Key:
συνεοχμός

Data

{'headword_display': '<b>συνεοχμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συνεοχμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety>reltd.<Ref>συνέχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>juncture, joint<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of head and neck</Expl></Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνεοχμός'}