Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεξεγείρομαι
συνέξειμι
συνεξελαύνω
συνεξερευνάω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
συνεξευρίσκω
συνεξημερόομαι
συνεξίσταμαι
συνεξιχνεύω
συνεξομοιόομαι
συνεξορμάω
συνεορταστής
συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπαείδω
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαιτιάομαι
View word page
συν-εξομοιόομαι
συν-εξομοιόομαιpass.contr.vb be made equal withsomeone or sthg.behave in the same wayw.dat.as someonePlb. be assimilated, become adaptedw.dat.to the environmentPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεξομοιόομαι
Headword (normalized):
συνεξομοιόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεξομοιοομαι
IDX:
38390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38391
Key:
συνεξομοιόομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-εξομοιόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εξομοιόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>be made equal with<Expl>someone or sthg.</Expl></Def><vS2><Tr>behave in the same way</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>as someone<Au>Plb.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> <vS1><Tr>be assimilated, become adapted</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to the environment<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεξομοιόομαι'}