Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεξανίσταμαι
συνεξαπατάω
συνεξαποστέλλω
συνεξεγείρομαι
συνέξειμι
συνεξελαύνω
συνεξερευνάω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
συνεξευρίσκω
συνεξημερόομαι
συνεξίσταμαι
συνεξιχνεύω
συνεξομοιόομαι
συνεξορμάω
συνεορταστής
συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπαείδω
συνεπαινέω
View word page
συν-εξημερόομαι
συν-εξημερόομαιpass.contr.vb of a peoplebe tamed together w.prep.phr.w. the landwhich is being tamed by agriculturePlu.

ShortDef

to be civilised together

Debugging

Headword:
συνεξημερόομαι
Headword (normalized):
συνεξημερόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεξημεροομαι
IDX:
38387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38388
Key:
συνεξημερόομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-εξημερόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εξημερόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a people</Indic><Tr>be tamed together</Tr> <Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>w. the land<Expl>which is being tamed by agriculture</Expl><Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεξημερόομαι'}