Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεξακούω
συνεξαλείφομαι
συνεξαμαρτάνω
συνεξανίσταμαι
συνεξαπατάω
συνεξαποστέλλω
συνεξεγείρομαι
συνέξειμι
συνεξελαύνω
συνεξερευνάω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
συνεξευρίσκω
συνεξημερόομαι
συνεξίσταμαι
συνεξιχνεύω
συνεξομοιόομαι
συνεξορμάω
συνεορταστής
συνεοχμός
συνεπάγω
View word page
συν-εξέρχομαι
συν-εξέρχομαιξυν-mid.vbaor.2
συνεξῆλθον
of persons, troopsgocome out togetheroft. w.dat.w. someone or sthg.Hdt. E. Th. X. D.w.acc.on an expeditionTh.

ShortDef

to go or come out along with

Debugging

Headword:
συνεξέρχομαι
Headword (normalized):
συνεξέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεξερχομαι
IDX:
38384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38385
Key:
συνεξέρχομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-εξέρχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εξέρχομαι<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2</Lbl><Form>συνεξῆλθον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of persons, troops</Indic><Tr>go<or/>come out together<Expl>oft. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone or sthg.</Expl></Tr><Au>Hdt. E. Th. X. D.<NBPlus/></Au><Obj><GLbl>w.acc.</GLbl>on an expedition<Au>Th.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεξέρχομαι'}