Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακούω
συνεξαλείφομαι
συνεξαμαρτάνω
συνεξανίσταμαι
συνεξαπατάω
συνεξαποστέλλω
συνεξεγείρομαι
συνέξειμι
συνεξελαύνω
συνεξερευνάω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
συνεξευρίσκω
συνεξημερόομαι
συνεξίσταμαι
συνεξιχνεύω
συνεξομοιόομαι
συνεξορμάω
συνεορταστής
View word page
συν-εξελαύνω
συν-εξελαύνωvb drivew.acc.a personout togetherw. someoneA.

ShortDef

to drive out along with

Debugging

Headword:
συνεξελαύνω
Headword (normalized):
συνεξελαύνω
Headword (normalized/stripped):
συνεξελαυνω
IDX:
38382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38383
Key:
συνεξελαύνω

Data

{'headword_display': '<b>συν-εξελαύνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εξελαύνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>drive<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a person</Prnth>out together<Expl>w. someone</Expl></Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεξελαύνω'}