Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεξάγω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακούω
συνεξαλείφομαι
συνεξαμαρτάνω
συνεξανίσταμαι
συνεξαπατάω
συνεξαποστέλλω
συνεξεγείρομαι
συνέξειμι
συνεξελαύνω
συνεξερευνάω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
συνεξευρίσκω
συνεξημερόομαι
συνεξίσταμαι
συνεξιχνεύω
συνεξομοιόομαι
View word page
συν-εξεγείρομαι
συν-εξεγείρομαιpass.vb of a peoplebe roused into action togetherPlb.

ShortDef

to be roused together

Debugging

Headword:
συνεξεγείρομαι
Headword (normalized):
συνεξεγείρομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεξεγειρομαι
IDX:
38380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38381
Key:
συνεξεγείρομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-εξεγείρομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εξεγείρομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a people</Indic><Tr>be roused into action together</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεξεγείρομαι'}