Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνελίσσομαι
συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνέμεν
συνεμπίμπρημι
συνέμπορος
συνενδίδωμι
συνενείκομαι
συνενθουσιάω
συνεννέπω
συνεξάγω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακούω
συνεξαλείφομαι
συνεξαμαρτάνω
συνεξανίσταμαι
συνεξαπατάω
View word page
συν-ενθουσιάω
συν-ενθουσιάωcontr.vb be filled with the same fervoursts. w.dat.as someonePlb. Plu.

ShortDef

to be inspired and rave together

Debugging

Headword:
συνενθουσιάω
Headword (normalized):
συνενθουσιάω
Headword (normalized/stripped):
συνενθουσιαω
IDX:
38368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38369
Key:
συνενθουσιάω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ενθουσιάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ενθουσιάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be filled with the same fervour<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>as someone</Expl></Tr><Au>Plb. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνενθουσιάω'}