Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνελευθερόω
συνελίσσομαι
συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνέμεν
συνεμπίμπρημι
συνέμπορος
συνενδίδωμι
συνενείκομαι
συνενθουσιάω
συνεννέπω
συνεξάγω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακούω
συνεξαλείφομαι
συνεξαμαρτάνω
συνεξανίσταμαι
View word page
συν-ενείκομαι
συν-ενείκομαιpass.vbreltd.συμφέρω of a falling rockbe brought into contact withmeetw.dat.a cragHes.dub.

ShortDef

to strike

Debugging

Headword:
συνενείκομαι
Headword (normalized):
συνενείκομαι
Headword (normalized/stripped):
συνενεικομαι
IDX:
38367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38368
Key:
συνενείκομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-ενείκομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ενείκομαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety>reltd.<Ref>συμφέρω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a falling rock</Indic><Def>be brought into contact with</Def><Tr>meet</Tr><Obj><GLbl>w.dat.</GLbl>a crag<Au>Hes.<LblR>dub.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνενείκομαι'}