Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκχέομαι
συνελαύνω
συνελευθερόω
συνελίσσομαι
συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνέμεν
συνεμπίμπρημι
συνέμπορος
συνενδίδωμι
συνενείκομαι
συνενθουσιάω
συνεννέπω
συνεξάγω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακούω
συνεξαλείφομαι
View word page
συν-έμπορος
συν-έμποροςξυν-ουm fellow traveller, companionTrag. Pl. Call. Plu.fig., ref. to griefA. ref. to Dionysuspartnerw.gen.in a danceAr.

ShortDef

a fellow-traveller, companion, attendant

Debugging

Headword:
συνέμπορος
Headword (normalized):
συνέμπορος
Headword (normalized/stripped):
συνεμπορος
IDX:
38365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38366
Key:
συνέμπορος

Data

{'headword_display': '<b>συν-έμπορος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συν-έμπορος<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>fellow traveller, companion</Tr><Au>Trag. Pl. Call. Plu.</Au><nS2><Indic>fig., ref. to grief</Indic><Au>A.</Au></nS2></nS1> <nS1><Indic>ref. to Dionysus</Indic><Tr>partner<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>in a dance</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνέμπορος'}