Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκφέρω
συνεκχέομαι
συνελαύνω
συνελευθερόω
συνελίσσομαι
συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνέμεν
συνεμπίμπρημι
συνέμπορος
συνενδίδωμι
συνενείκομαι
συνενθουσιάω
συνεννέπω
συνεξάγω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακούω
View word page
συν-εμπίμπρημι
συν-εμπίμπρημιvbaor.inf.
συνεμπρῆσαι
help to burnshipsE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεμπίμπρημι
Headword (normalized):
συνεμπίμπρημι
Headword (normalized/stripped):
συνεμπιμπρημι
IDX:
38364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38365
Key:
συνεμπίμπρημι

Data

{'headword_display': '<b>συν-εμπίμπρημι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εμπίμπρημι</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.inf.</Lbl><Form>συνεμπρῆσαι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>help to burn</Tr><Obj>ships<Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεμπίμπρημι'}