Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
συνεκχέομαι
συνελαύνω
συνελευθερόω
συνελίσσομαι
συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνέμεν
συνεμπίμπρημι
συνέμπορος
συνενδίδωμι
συνενείκομαι
συνενθουσιάω
συνεννέπω
συνεξάγω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
View word page
συν-εμβολή
συν-εμβολήξυν-ῆςf act of bending jointlyto the oardashw.gen.of oarsin unisonA.

ShortDef

a throwing in together

Debugging

Headword:
συνεμβολή
Headword (normalized):
συνεμβολή
Headword (normalized/stripped):
συνεμβολη
IDX:
38362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38363
Key:
συνεμβολή

Data

{'headword_display': '<b>συν-εμβολή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συν-εμβολή<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>act of bending jointly<Expl>to the oar</Expl></Def><nS2><Tr>dash<Prnth><GLbl>w.gen.</GLbl>of oars</Prnth>in unison</Tr><Au>A.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'συνεμβολή'}