Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκτίνω
συνεκτρᾱχῡ́νομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
συνεκχέομαι
συνελαύνω
συνελευθερόω
συνελίσσομαι
συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνέμεν
συνεμπίμπρημι
συνέμπορος
συνενδίδωμι
συνενείκομαι
συνενθουσιάω
συνεννέπω
συνεξάγω
View word page
συν-εμβαίνω
συν-εμβαίνωvb joinsts. w.dat.someonein embarkingw.prep.phr.on the seai.e. developing naval power, on war, hostile relationsPlb.

ShortDef

to embark together

Debugging

Headword:
συνεμβαίνω
Headword (normalized):
συνεμβαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνεμβαινω
IDX:
38360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38361
Key:
συνεμβαίνω

Data

{'headword_display': '<b>συν-εμβαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εμβαίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>join<Prnth>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>in embarking</Tr><PrPhr><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>on the sea<Expl>i.e. developing naval power</Expl>, on war, hostile relations<Au>Plb.</Au></PrPhr> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεμβαίνω'}