Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκτάττω
συνεκτίθημι
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτρᾱχῡ́νομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
συνεκχέομαι
συνελαύνω
συνελευθερόω
συνελίσσομαι
συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνέμεν
συνεμπίμπρημι
συνέμπορος
συνενδίδωμι
συνενείκομαι
View word page
συν-ελευθερόω
συν-ελευθερόωξυν-contr.vb help to freepersons, placesHdt. Th. D. Plu.

ShortDef

to join in freeing from

Debugging

Headword:
συνελευθερόω
Headword (normalized):
συνελευθερόω
Headword (normalized/stripped):
συνελευθεροω
IDX:
38357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38358
Key:
συνελευθερόω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ελευθερόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ελευθερόω<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to free</Tr><Obj>persons, places<Au>Hdt. Th. D. Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνελευθερόω'}