Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκποτέα
συνεκπρήσσομαι
συνεκπυρόομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάττω
συνεκτίθημι
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτρᾱχῡ́νομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
συνεκχέομαι
συνελαύνω
συνελευθερόω
συνελίσσομαι
συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνέμεν
View word page
συν-εκτρέχω
συν-εκτρέχωvbOnly pres.the aor. is supplied by συνεκδραμεῖν. of benefitsfall to the lot ofaccrue tow.dat.careful readersPlb.

ShortDef

to sally out together

Debugging

Headword:
συνεκτρέχω
Headword (normalized):
συνεκτρέχω
Headword (normalized/stripped):
συνεκτρεχω
IDX:
38353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38354
Key:
συνεκτρέχω

Data

{'headword_display': '<b>συν-εκτρέχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εκτρέχω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>Only pres.<Expl>the aor. is supplied by <Ref>συνεκδραμεῖν</Ref></Expl>.</Lbl></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of benefits</Indic><Def>fall to the lot of</Def><Tr>accrue to</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>careful readers<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεκτρέχω'}