Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκπορεύομαι
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπρήσσομαι
συνεκπυρόομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάττω
συνεκτίθημι
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτρᾱχῡ́νομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
συνεκχέομαι
συνελαύνω
συνελευθερόω
συνελίσσομαι
συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
View word page
συν-εκτρᾱχῡ́νομαι
συν-εκτρᾱχῡ́νομαιpass.vb of a riverbecome rough on convergingw. another riverPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεκτρᾱχῡ́νομαι
Headword (normalized):
συνεκτρᾱχῡ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεκτραχυνομαι
IDX:
38351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38352
Key:
συνεκτρᾱχῡ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-εκτρᾱχῡ́νομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εκτρᾱχῡ́νομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a river</Indic><Tr>become rough on converging<Expl>w. another river</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεκτρᾱχῡ́νομαι'}