Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπρήσσομαι
συνεκπυρόομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάττω
συνεκτίθημι
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτρᾱχῡ́νομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
συνεκχέομαι
συνελαύνω
συνελευθερόω
συνελίσσομαι
συνέλκω
συνεμβαίνω
View word page
συν-εκτίνω
συν-εκτίνωvb helpsts. w.dat.someoneto paya fine, debtPl. D. Plu.

ShortDef

to pay along with

Debugging

Headword:
συνεκτίνω
Headword (normalized):
συνεκτίνω
Headword (normalized/stripped):
συνεκτινω
IDX:
38350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38351
Key:
συνεκτίνω

Data

{'headword_display': '<b>συν-εκτίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εκτίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help<Prnth>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>to pay</Tr><Obj>a fine, debt<Au>Pl. D. Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεκτίνω'}