Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκποιέομαι
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπρήσσομαι
συνεκπυρόομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάττω
συνεκτίθημι
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτρᾱχῡ́νομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
συνεκχέομαι
συνελαύνω
συνελευθερόω
συνελίσσομαι
συνέλκω
View word page
συν-εκτίκτω
συν-εκτίκτωvb of oviparous animalsbring forth togetherw. their offspringsustenance for themArist.

ShortDef

to bring forth together

Debugging

Headword:
συνεκτίκτω
Headword (normalized):
συνεκτίκτω
Headword (normalized/stripped):
συνεκτικτω
IDX:
38349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38350
Key:
συνεκτίκτω

Data

{'headword_display': '<b>συν-εκτίκτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εκτίκτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of oviparous animals</Indic><Tr>bring forth together<Expl>w. their offspring</Expl></Tr><Obj>sustenance for them<Au>Arist.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεκτίκτω'}